στρατοπεδεία

στρατοπεδεία
η, ΝΑ [στρατοπεδεύω]
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρατοπεδεία — στρατοπεδείᾱ , στρατοπεδεία encampment fem nom/voc/acc dual στρατοπεδείᾱ , στρατοπεδεία encampment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείᾳ — στρατοπεδείᾱͅ , στρατοπεδεία encampment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείας — στρατοπεδείᾱς , στρατοπεδεία encampment fem acc pl στρατοπεδείᾱς , στρατοπεδεία encampment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαι — στρατοπεδείᾱͅ , στρατοπεδεία encampment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαν — στρατοπεδείᾱν , στρατοπεδεία encampment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδειῶν — στρατοπεδεία encampment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδεῖαι — στρατοπεδεία encampment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαις — στρατοπεδεία encampment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • полк — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. παρεμβολή) армия, войско; (φάλαγξ), отряд; воинский стан …   Словарь церковнославянского языка

  • ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”